- λοιπογραφή
- λοιπογραφή, ἡ (Α)βλ. λοιπογραφία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γραφή — Τεχνική που επινοήθηκε από τον άνθρωπο για να επικοινωνεί με τους άλλους και συνίσταται στην ορατή και σχετικά διαρκή αποτύπωση είτε του περιεχομένου, είτε, στις πιο εξελιγμένες φάσεις, της ίδιας της μορφής των γλωσσικών σημείων. Η πρώτη γ. ήταν… … Dictionary of Greek
λοιπογραφία — και λοιπογραφή, ἡ (Α) [λοιπογραφώ]·1. καθυστέρηση πληρωμής χρέους 2. μεταβίβαση χρέους στα καθυστερημένα … Dictionary of Greek
λοιπογραφῶν — λοιπογραφέω allow to remain in arrear pres part act masc nom sg (attic epic doric) λοιπογραφή fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)